- ἄδαιτος
- ἄδαιτος, ον, ([etym.] δαίνυμαι)A of which none might eat, θυσία A Ag.151.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άδαιτος — ἄδαιτος, ον (Α) [δαίνυμι] 1. ο μη φαγώσιμος 2. όταν πρόκειται για θυσία (θυσία ἄδαιτος), σημαίνει τη θυσία, από τα ειδωλόθυτα* τής οποίας δεν επιτρέπεται να φάει κανείς για λόγους θρησκευτικούς … Dictionary of Greek
ἄδαιτον — ἄδαιτος of which none might eat masc/fem acc sg ἄδαιτος of which none might eat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)